περισκελίδα

From LSJ
Revision as of 14:14, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

η / περισκελίς, -ίδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. ένδυμα που περιβάλλει το κάτω μέρος του κορμού και χωριστά καθένα από τα δύο σκέλη, το πανταλόνι ή παντελόνι
2. φρ. α) «ανδρική περισκελίδα» — το ανδρικό πανταλόνι
β) «στρατιωτική περισκελίδα»
i. μακρύ στρατιωτικό πανταλόνι χρώματος χακί
ii. στρατιωτική κυλότα που φοριέται με μπότες
γ) «εσωτερική περισκελίδα» — το σώβρακο
αρχ.
1. είδος γυναικείου κοσμήματος που φορούσαν σαν βραχιόλι γύρω από τους μηρούς, την κνήμη ή τα σφυρά («τὰς κόρας φορεῖν περισκελίδας», Μέν.)
2. είδος στολίσματος στη βάση ποτηριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισκελής (ΙΙ), κατά τα θηλ. σε -ίς].