μεταδίδω

From LSJ
Revision as of 09:40, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές → wisdom lies in clarity, not in obscurity | wisdom is shown in clarity, not in obscurity

Source

Greek (Liddell-Scott)

μεταδίδω: μεταδίδωμι, Ψευδο-Μαρκ. Λειτουργ. 307, Κ. Πορφυρογεν. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 241, 4.

Greek Monolingual

μεταδίδωμι, Μ μεταδίδω)
1. δίνω σε κάποιον κάτι δικό μου ή μέρος από κάτι, παρέχω («μετάδος φίλοισι σοῖσι σῆς εὐπραξίας», Ευρ.)
2. πληροφορώ κάποιον για κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ (α. «τα νέα μεταδόθηκαν αστραπιαία στην πόλη»
6. «ο εκφωνητής μεταδίδει το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων»)
3. μολύνω κάποιον με νόσημα που έχω, κολλώ κάποιον
νεοελλ.-μσν.
1. (σχετικά με τη θεία μετάληψη) κοινωνώ κάποιον
2. (αμτβ.) κοινωνώ, μεταλαβαίνω
μσν.
μέσ. μεταδίδομαι
(για υγρό) αναμιγνύομαι
μσν.-αρχ.
μεταβιβάζω, παραχωρώ
αρχ.
1. κάνω κάποιον μέτοχο σε κάτι («τὸ ἄλλῳ τῆς γεννητικῆς... δυνάμεως μεταδεδωκός», Πρόκλ.)
2. συσκέπτομαι με κάποιον για κάτι («μεταδοῦν αι τοῖς φίλοις ὑπὲρ τῶν προσπεπτωκότων», Πολ.)
3. κοινοποιώ, επιδίδω έγγραφο, υπόμνημα ή σημείωμα.

Greek Monolingual

μεταδίδωμι, Μ μεταδίδω)
1. δίνω σε κάποιον κάτι δικό μου ή μέρος από κάτι, παρέχω («μετάδος φίλοισι σοῖσι σῆς εὐπραξίας», Ευρ.)
2. πληροφορώ κάποιον για κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ (α. «τα νέα μεταδόθηκαν αστραπιαία στην πόλη»
6. «ο εκφωνητής μεταδίδει το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων»)
3. μολύνω κάποιον με νόσημα που έχω, κολλώ κάποιον
νεοελλ.-μσν.
1. (σχετικά με τη θεία μετάληψη) κοινωνώ κάποιον
2. (αμτβ.) κοινωνώ, μεταλαβαίνω
μσν.
μέσ. μεταδίδομαι
(για υγρό) αναμιγνύομαι
μσν.-αρχ.
μεταβιβάζω, παραχωρώ
αρχ.
1. κάνω κάποιον μέτοχο σε κάτι («τὸ ἄλλῳ τῆς γεννητικῆς... δυνάμεως μεταδεδωκός», Πρόκλ.)
2. συσκέπτομαι με κάποιον για κάτι («μεταδοῦν αι τοῖς φίλοις ὑπὲρ τῶν προσπεπτωκότων», Πολ.)
3. κοινοποιώ, επιδίδω έγγραφο, υπόμνημα ή σημείωμα.