πενταπλός
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Greek Monolingual
-ή, -ό / πενταπλοῡς, -ῆ, -οῦν και -όος, -όα, -όον, ΝΑ
ο πέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον ή κάτι άλλο, πενταπλάσιος
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από πέντε όμοια μέρη
2. αυτός που εμφανίζεται με πέντε μορφές ή επαναλαμβάνεται πέντε φορές («πενταπλό οπτικό είδωλο»)
αρχ.
1. ο πεντάπλοκος
2. φρ. «ἡ πενταπλόα κύλιξ» — αγγείο που περιείχε πέντε ειδών συστατικά, όπως κρασί, μέλι, τυρί αλεύρι και λάδι, και το οποίο δινόταν ως βραβείο σε εφήβους νικητές σε αγώνα δρόμου κατά την εορτή τών Σκίρων, τών Οσχοφορίων κ.ά.
επίρρ...
πενταπλώς
με πέντε τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -πλός].