κεραμέας
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κεραμεύς, -έως) κέραμος
αυτός που κατεργάζεται τον πηλό για κατασκευή πήλινων αντικειμένων, κεραμουργός, κεραμοποιός
αρχ.
1. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κεραμεῖς και (αττ. τ.) Κεραμῆς
ονομασία δήμου της Αττικής («Παυσανίας ὁ ἐκ Κεραμέων», Πλάτ.)
2. φρ. «κεραμέως πλοῦτος» ή «κεραμεὺς ἄνθρωπος» — κάθε σαθρό και επισφαλές πράγμα
3. παροιμ. «κεραμεύς κεραμεῑ κοτέει» — οι ομότεχνοι αλληλομισούνται (Ησίοδ.).