θρόμβωσις
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
εως, ἡ,
A becoming curdled, coagulation, clotting, αἵματος καὶ γάλακτος Dsc.5.13; αἵματος Antyll. ap. Orib.7.7.9, cf. Gal.8.408, Lyd.Mens.4.116.
2 blocked vein, thrombosis, Cael.Aur.TP4.40.
German (Pape)
[Seite 1219] ἡ, das Gerinnenmachen, das Gerinnen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
θρόμβωσις: -εως, ἡ, πῆξις, γάλακτος Διοσκ. 5. 21.
Greek Monolingual
η (Α θρόμβωσις) θρομβούμαι
το πήξιμο ενός υγρού σε θρόμβους
νεοελλ.
ο σχηματισμός θρόμβων στα αιμοφόρα αγγεία του οργανισμού ή στο εσωτερικό της καρδιάς εν ζωή.
Translations
ar: خثار; bar: trombosn; be: трамбоз; bg: тромбоза; bn: থ্রম্বোসিস; ca: trombosi; cs: trombóza; de: Thrombose; el: θρόμβωση; en: thrombosis; eo: trombozo; es: trombosis; eu: tronbosi; fa: ترومبوز; fi: veritulppa; fr: thrombose; ga: trombóis; gl: trombose; he: פקקת; hi: घनास्रता; hr: tromboza; hy: թրոմբոզ; id: trombosis; it: trombosi; ja: 血栓症; kk: тромбоз; ko: 혈전증; ky: тромбоз; la: thrombosis; lt: trombozė; mk: тромбоза; ml: ത്രോംബോസിസ്; ms: trombotik; nl: trombose; pt: trombose; ro: tromboză; ru: тромбоз; sh: tromboza; simple: thrombosis; sk: trombóza; sl: tromboza; sr: тромбоза; sv: tromboembolism; ta: குழலியக்குருதியுறைமை; tr: tromboz; uk: тромбоз; uz: tromboz; vi: huyết khối; zh_yue: 血栓症; zh: 血栓形成