παλλακεία
οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward
English (LSJ)
or παλλακία, ἡ, concubinage, Is.3.39 (παλλακίδι codd.), Str. 17.1.46, Peripl.M.Rubr.49.
German (Pape)
[Seite 452] ἡ, Kebsweiberei, Buhlschaft; Strab. XVII, 816; Ath. XIII, 573 b las so auch bei Dem. 59, 122, wo jetzt θεραπεία steht.
Greek (Liddell-Scott)
παλλᾰκεία: ἡ, ἡ μετὰ παλλακῆς συνοίκησις, Ἰσαῖ. 41, ἐν τέλ. (τὰ Ἀντίγραφα παλλακίδι Bekk. παλλακίᾳ), Στράβ. 816, πρβλ. Ἀθήν. 573Β.
Greek Monolingual
και παλλακία, η (Α παλλακεία ή παλλακία)
η συμβίωση άνδρα και γυναίκας, χωρίς να συνδέονται με νόμιμο γάμο, η συμβίωση άνδρα με παλλακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παλλακία < παλλακή + κατάλ. -ία. Ο τ. παλλακεία < παλλακεύω].