πυρευτικός
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ή, όν, A of or for fishing by torchlight, πυρευτική (sc. θήρα) Pl.Sph.220d; cf. πυρία ΙΙ. II for burning, χρεία Thphr.HP 5.1.12.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρευτικός: -ή, -όν, (πυρευτὴς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν μετὰ πυρσοῦ ἁλιείαν, πυρευτικὴ (ἐξυπακ. θήρα) Πλάτ. Σοφιστ. 220D· πρβλ. πυρία ΙΙ. ΙΙ. (πυρεύω) ὁ πρὸς καῦσιν κατάλληλος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 12.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πυρεύω
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο ψάρεμα με πυρσούς, στο πυροφάνι
2. ο κατάλληλος για καύση
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πυρευτική
νυχτερινό ψάρεμα με πυρσούς, πυροφάνι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρευτικός -ή -όν [πυρεύω] horend bij het vissen bij fakkellicht:. πυρευτικὴ θήρα visvangst bij het licht van fakkels Plat. Sph. 220d.