χειρομύλη
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, A handmill, hand-mill, hand mill, X.Cyr.6.2.31.
German (Pape)
[Seite 1346] ἡ, = Handmühle, Xen. Cyr. 6, 2,31.
Greek (Liddell-Scott)
χειρομύλη: ἡ, «χειρόμυλος», μύλος τῇ χειρὶ στρεφόμενος, Ξέν. Κύρου Παιδ. 6. 2, 31· χειρόμῠλον, τό, Γλωσσ.· καὶ χειρομύλων, ωνος, ὁ, Διοσκ. 5. 103.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
moulin à bras.
Étymologie: χείρ, μύλη.
Greek Monolingual
ἡ, Α
χειρόμυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + μύλη.
Greek Monotonic
χειρομύλη: [ῠ], ἡ, χειροκίνητος μύλος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
χειρομύλη: (ῠ) ἡ ручная мельница Xen.
Middle Liddell
χειρο-μύλη, ἡ,
a hand-mill, Xen.
Translations
Ancient Greek: χειρομύλη, χειρόμυλος; Assamese: জাঁত; French: moulin à bras; German: Handmühle; Pashto: مېچن; Plautdietsch: Hauntmäl; Scottish Gaelic: brà