ἐρυθαίνω

From LSJ
Revision as of 09:15, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῠθαίνω Medium diacritics: ἐρυθαίνω Low diacritics: ερυθαίνω Capitals: ΕΡΥΘΑΙΝΩ
Transliteration A: erythaínō Transliteration B: erythainō Transliteration C: erythaino Beta Code: e)ruqai/nw

English (LSJ)

aor. A ἐρύθηνα A.R.1.791, LXXWi.13.14:—Pass., Hom. (v. infr.), etc.:—poet. and later Prose word for ἐρυθραίνω, ἐρεύθω, dye red, αἷμα πέπλον ἐρύθηνεν A.R.4.474; φύκει -ήνας χρόαν LXX l.c.; make to blush, A.R.1.791:—Pass., to be dyed red, ἐρυθαίνετο αἵματι γαῖα Il.10.484, cf. 21.21 : c. gen., Nonn.D.11.92 (s.v.l.); blush scarlet, AP12.8 (Strat.):—Pass., also in later Prose, Arr. ap. Stob.1.31.8, Poll.2.87.

German (Pape)

[Seite 1035] = ἐρυθραίνω, von ἐρεύθω gebildet, röthen, roth färben; πέπλον Ap. Rh. 4, 474; παρθενικὰς ἐρύθηνε παρηΐδας, erröthen machen, 1, 791, öfter. – Pass. roth werden, sich röthen, ἐρυθαίνετο αἵματι ὕδωρ Il. 21, 21; 10. 484 u. sp. D., wie Bion. 1, 35 Arat. 835; auch in späterer Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῠθαίνω: ἀόρ. ἐρύθηνα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 791: - ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἐρυθραίνω, ποιῶ τι ἐρυθρόν, ὁ αὐτ. Δ. 474. Κάμνω τι νὰ κοκκινήσῃ, παρθενικὰς ἐρύθηνε παρηΐδας ὁ αὐτ. Α. 791: - παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Παθ., γίνομαι ἐρυθρός, ἐρυθαίνετο αἵματι γαῖα Ἰλ. Κ. 484, Φ. 21 (ἐν τῷ ἐνεργ. μεταχειρίζεται τὸν τύπον ἐρεύθω)˙ μετὰ γεν., Νόνν. Δ. 11. 92˙ γίνομαι καταπόρφυρος, Ἀνθ. Π. 12. 8. - Παθ. ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Ἀρρ. παρὰ Στοβ. παράρτ. 2. 5, Πολυδ. Β΄, 87, Εὐμάθ. σ. 22 (μετὰ διαφ. γρ. ἐρυθραίνεται).

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao. ἐρύθηνα;
faire rougir ; Pass. devenir rouge : αἵματι IL de sang.
Étymologie: ἐρεύθω.

Greek Monolingual

βλ. ερυθραίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ερυθρός].

Russian (Dvoretsky)

ἐρῠθαίνω: окрашивать в красный цвет, обагрять, pass. краснеть, обагряться (ἐρυθαίνετο αἵματι ὕδωρ, sc. ποταμοῖο Hom.).