ἐρίσκηπτον
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
τό, (ἔρις (B), σκήπτω) = ἐρυσίσκηπτρον, Hsch., prob. cj. in Plu.2.664f; erisceptron is v.l. in Dsc.1.4, aerisceptron in 1.20.
German (Pape)
[Seite 1030] τό, anderer Name für ἐρυσίσκηπτρον.