ἐπιτιμητής
δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A estimator, valuer, Antipho 5.32, IG12.75, 22.1176, 11(2).287A87 (iii B.C.), al.; ἔργων appraiser, overseer (i.e. Zeus), A.Pr.77. II punisher, chastiser, κολασταὶ κἀπ. κακῶν S. Fr.533; τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητήν E.Supp.255; διακωλυταὶ καὶ ἐ. τῆς..ὁμιλίας Pl.Phdr.240a.
German (Pape)
[Seite 994] ὁ, der Tadler, der züchtigt u. straft, βαρὺς τῶν ἔργων Aesch. Prom. 77; καὶ κολαστής Soph. frg. 478; Eur. Suppl. 267; τῆς ὁμιλίας Plat. Phaedr. 239 e. – Bei Antiph. 5, 32, ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταὶ τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων, Beurtheiler, Taxator.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτῑμητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκτιμητής, ὁ ὁρίζων τὴν τιμήν, Λατ. taxator, Ἀντιφῶν 133. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 102, 5 (ἴδε Böckh σ. 141). ΙΙ. ὁ τιμωρῶν, τιμωρός, κολασταὶ κἀπ. κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 478· ἐπ. ἔργων, ὁ κατακρίνων, ψέγων, ὡς οὑπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρὺς Αἰσχύλ. Πρ. 77· τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητὴν Εὐρ. Ἱκ. 255· ἐπ. τῆς... ὁμιλίας Πλάτ. Φαῖδρ. 239Ε.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui blâme, censeur.
Étymologie: ἐπιτιμάω.
Greek Monolingual
ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α ἐπιτιμητής) επιτιμώ
ο κατήγορος, αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς», Αισχύλ.)
αρχ.
1. εκτιμητής («νῦν δέ αὑτοὶ ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων» Αντιφ.)
2. τιμωρός («διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς ἡγούμενος τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ἐπιτῑμητής: -οῦ, ὁ, τιμωρός, επικριτής, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτῑμητής: οῦ ὁ
1) порицатель (τῆς ὁμιλίας Plat.);
2) каратель (κολαστὴς καὶ ἐ. Soph., Eur.).
Middle Liddell
ἐπιτῑμητής, οῦ, [from ἐπιτιμάω
a chastiser, censurer, Aesch., Eur.