δίγαμος

From LSJ
Revision as of 16:21, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίγᾰμος Medium diacritics: δίγαμος Low diacritics: δίγαμος Capitals: ΔΙΓΑΜΟΣ
Transliteration A: dígamos Transliteration B: digamos Transliteration C: digamos Beta Code: di/gamos

English (LSJ)

[ῐ], ον, A married to two people, adulterous, Stes.26, Man. 5.291.

German (Pape)

[Seite 615] zum zweitenmal verheirathet; Stesichor. bei Schol. Eur. Or. 243; Man. 5, 291.

Greek (Liddell-Scott)

δίγαμος: -ον, ὁ ὢν συνδεδεμένος διὰ γάμου πρὸς δύο πρόσωπα συγχρόνως, μοιχός, Στησίχ. 74, Μανέθων 5. 291. ΙΙ. εἰς δεύτερον γάμον ἐλθών, Βασίλ. 4, 673Α, Ἱππόλ. Αἱρ. 9. 12.

Spanish (DGE)

(δίγᾰμος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que ha tenido dos bodas sucesivas de las hijas de Tíndaro, Stesich.46.4
bígamo δίγαμοι, δίγονοί θ' ἅμα καὶ διπολῖται Man.5.291, ref. mujeres, Vett.Val.387.20.
2 casado en segundas nupcias Basil.Ep.188.4, Origenes Hom.20.4 in Ier., Comm.in Mt.14.22, Hippol.Haer.9.12.22.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM -ος, -ον)
1. αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο ενώ διαρκεί ο πρώτος
2. αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο μετά τη διάλυση του πρώτου, ο ξαναπαντρεμένος.