ἀσηρός
English (LSJ)
[ᾰ], όν, (ἄση) A causing discomfort, Hp.Fract.22,33, Plu.2.713a. Adv. ἀσηρῶς Poll.3.99. 2 feeling disgust, disdainful, Sapph. 77 (Comp.): Medic., feeling discomfort, Ruf. ap. Orib.45.30.22.
German (Pape)
[Seite 369] (ἄση), ekelhaft, Hippocr. auch lästig.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσηρός: -όν, (ἄση) ὁ ναυτίαν προξενῶν, ἀηδής, Ἱππ. π. Ἀγμ. 766, 774· «ἀσηρόν, ἄσης ποιητικὸν» Ἐρωτιαν. σ. 82. Ἐπίρρ. -ρῶς, «ἀχθεινῶς δὲ καὶ ἀσηρῶς» Πολυδ. Γ΄, 99. 2) ὁ αἰσθανόμενος ἀηδίαν, ἢ περιφρόνησιν, ἐπὶ γυναικός, Σαπφὼ 78, ἴδε Gaisf. Ἡφαιστ. 64.
Spanish (DGE)
-όν
• Alolema(s): eol. ἄσαρος Sapph.91, 103.8; ἀσαρός Hsch.
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1molesto, que causa molestias de pers., Sapph.ll.cc., de un entablillado ἀσηρὸν γὰρ ἂν εἴη πρὸς τὴν ἰγνύην προσβαλλόμενον Hp.Fract.22, τὸ ἔλαιον Gal.10.823, cf. Hsch.
•subst. τὰ ἀσηρά = molestias Plu.2.713a.
2 que se siente molesto de pers. c. fiebre, Ruf. en Orib.45.30.22.
II adv. ἀσηρῶς = con molestias ἀχθεινῶς καὶ ἀσηρῶς Poll.3.99. • DMic.: a-sa-ro (?).
Russian (Dvoretsky)
ἀσηρός: дор. ἀσᾱρός 2 (ᾰς) ἄση чувствующий отвращение или презрение Sappho.