αἰθρηγενής
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ές, (γενέσθαι) borninclear sky, Βορέας Il.15.171. αἰθρηγενέτης, Od.5.296.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθρηγενής: -ές, (γενέσθαι) ἐπίθ. τοῦ Βορέου, Ἰλ. Ο. 171, ὁ γεννηθεὶς ἐν τῷ αἰθέρι, ἐκ τοῦ αἰθέρος ἀναφὺς (καὶ οὐχὶ ἐνερ. = ποιῶν εὔδιον καὶ ψυχρὸν οὐρανόν, ὡς νομίζει ὁ Spitzn. Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.)· οὕτω καὶ τὸ αἰθρηγενέτης, Ὀδ. Ε. 296· πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 867.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. αἰθρηγενέτης.
English (Autenrieth)
aetherborn, Boreas.
Spanish (DGE)
-ές
que produce días claros o se produce en ellos del Bóreas Il.15.171, 19.358, Αἴολον ὅς τ' ἀνέμοις αἰθρηγενέεσσιν ἀνάσσει a Eolo que gobierna sobre los vientos que traen los días despejados A.R.4.765.
Greek Monotonic
αἰθρηγενής: -ές (γί-γνομαι), επίθ. του Βορέα, αυτός που γεννήθηκε στον αιθέρα, αυτός που αναδύθηκε από τον αιθέρα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και αἰθρη-γενέτης, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
αἰθρηγενής: Hom. = αἰθρηγενέτης.
Middle Liddell
γίγνομαι
epithet of Boreas, born in ether, sprung from ether, Il.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰθρηγενής -ές αἴθρα, γίγνομαι geboren in de heldere hemel.