Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
εὐάνθεμος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι γεμάτος άνθη, ο ανθηρός
2. το ουδ. ως ουσ. το ευάνθεμον
φυτό που μοιάζει με το χαμομήλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άνθεμος (< άνθεμον «άνθος») πρβλ. πορφυράνθεμος, φιλάνθεμος].