εύσαρκος

From LSJ
Revision as of 17:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔσαρκος, -ον)
νεοελλ.
πολύσαρκος, ευτραφής, παχουλός
μσν.
συμμετρικός στο σώμα
μσν.-αρχ.
αυτός του οποίου το σώμα βρίσκεται σε καλή κατάσταση
αρχ.
(για κρέας) καλής ποιότητας, χωρίς περιττά λίπη και κόκαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σαρκος (< σαρξ), πρβλ. λιπόσαρκος, παχύσαρκος].