εὔσκεπτος
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ον, A easy to examine, σκέψις Pl.Phlb.65d.
German (Pape)
[Seite 1098] leicht zu betrachten, σκέψις Plat. Phil. 65 d, die leicht anzustellende Untersuchung.
Greek (Liddell-Scott)
εὔσκεπτος: -ον, εὐκόλως ἐξεταζόμενος, εὔσκεπτόν γε καὶ ταύτην σκέψιν προβέβληκας Πλάτ. Φίληβ. 65D.
Greek Monolingual
εὔσκεπτος, -ον (Α)
αυτός που εξετάζεται εύκολα («εὔσκεπτόν γε σκέψιν προβέβληκας», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σκεπτός (< σκέπτομαι), πρβλ. αξιόσκεπτος, πολύσκεπτος].
Russian (Dvoretsky)
εὔσκεπτος: легко поддающийся исследованию, не трудный (σκέψις Plat.).