οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
ἱρόχθων, ό, ἡ (Α)
επιγρ. αυτός που ανήκει σε ιερή γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱρο- + -χθων (< χθών, χθονός), πρβλ. ιππόχθων, πλουτόχθων].