κακόμορος

From LSJ
Revision as of 18:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόμορος Medium diacritics: κακόμορος Low diacritics: κακόμορος Capitals: ΚΑΚΟΜΟΡΟΣ
Transliteration A: kakómoros Transliteration B: kakomoros Transliteration C: kakomoros Beta Code: kako/moros

English (LSJ)

ον, = κακόμοιρος (ill-fated), Hsch. s.v. ἄμμορον, Suid. s.v. ἄμμορος. Adv. κακομόρως Cat.Cod.Astr. 8(4).129, 142.

Greek (Liddell-Scott)

κακόμορος: -ον, = τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λέξει πανάποτμος, Σουΐδ. ἐν λ. αἰνόμορος.

Greek Monolingual

κακόμορος, -ον (AM)
(γλώσσα του Ησύχ. στη λ. ἄμμορον και του λεξ. Σούδα στη λ. ἄμμορος) κακόμοιρος.
επίρρ...
κακομόρως (Α)
με κακή μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μορος (< μόρος), πρβλ. αινόμορος, πρωτόμορος].