νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
η
μικρό δωμάτιο, καμαρούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμερα + υποκορ. κατάλ. -πούλα (πρβλ. ψαροπούλα)].