καρδιότρωτος
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
English (LSJ)
ον, A wounded in the heart, Gal.1.112.
German (Pape)
[Seite 1326] am Herzen verwundet, Sp.
Greek Monolingual
καρδιότρωτος, -ον (Μ)
τραυματισμένος στην καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -τρωτος (< τρωτός < τιτρώσκω «τραυματίζω»), πρβλ. μυότρωτος, τενοντότρωτος].