κηρήθρα
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
Greek Monolingual
και κερήθρα, η
ο χωρισμένος σε πολλά μικρά εξάγωνα κελλιά πλακούντας τον οποίο παρασκευάζουν οι μέλισσες από κερί και στον οποίο εναποθέτουν το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. αρμυρήθρα, δακτυλήθρα)].