κοκκινοβαφής

From LSJ
Revision as of 18:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοκκῐνοβᾰφής Medium diacritics: κοκκινοβαφής Low diacritics: κοκκινοβαφής Capitals: ΚΟΚΚΙΝΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: kokkinobaphḗs Transliteration B: kokkinobaphēs Transliteration C: kokkinovafis Beta Code: kokkinobafh/s

English (LSJ)

ές, A = κοκκοβαφής, Callix.2:—also κοκκῐνό-βᾰφος, ον, Sch. rec.Pi.O.6.66.

German (Pape)

[Seite 1471] ές, scharlachroth gefärbt; Ath. V, 196 b; bei Schol. pind. Ol. 6, 66 κοκκινόβαφος

Greek (Liddell-Scott)

κοκκῐνοβᾰφής: -ές, = κοκκοβαφής, Καλλίξενος παρ’ Ἀθην. 196Β· ― ὡσαύτως -βαφος, ον, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 66.

Greek Monolingual

-ές (AM κοκκινοβαφής, -ές)
ο βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κοκκινοβαμμένος, κόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + -βαφής (< βάπτω), πρβλ. λευκοβαφής, χρυσοβαφής].