κοριός

From LSJ
Revision as of 18:48, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

Greek Monolingual

και κορέος, ο (Μ κοριός και κουρεός και κορεός) νυκτόβιο και ενοχλητικό έντομο με πεπλατυσμένο σώμα, το οποίο αναδίδει δυσάρεστη οσμή και ανήκει στην τάξη ημίπτερα
νεοελλ.
1. μικροσυσκευή που χρησιμοποιείται για τηλεφωνικές υποκλοπές
2. φρ. «θα πιάσουμε κοριούς»
(ως έκφραση δυσφορίας) είμαστε ανυπόφορα στριμωγμένοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοριός < κορεός (με συνίζηση) < αρχ. κόρις + κατάλ. -εός (πρβλ. αδελφεός, ερινεός). Ο τ. κορέος επίσης < κορεός με αναβιβασμό του τόνου].