κρούνωμα

From LSJ
Revision as of 18:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρούνωμα Medium diacritics: κρούνωμα Low diacritics: κρούνωμα Capitals: ΚΡΟΥΝΩΜΑ
Transliteration A: kroúnōma Transliteration B: krounōma Transliteration C: kroynoma Beta Code: krou/nwma

English (LSJ)

ατος, τό, A = κρουνός 2, κ. βρότειον Emp.6.3.

German (Pape)

[Seite 1514] τό, das Hervorgesprudelte, = κρουνός, δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον, die Augen als die Quellen der Thränen, Empedocl. 28.

Greek (Liddell-Scott)

κρούνωμα: τό, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κρουνόω, = κρουνός, Ἐμπεδ. 161.

Greek Monolingual

κρούνωμα, τὸ (Α)
μεγάλη ποσότητα αφθονία («νῆστίς θ' ἣ δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + επίθημα -ωμα (πρβλ. αέτωμα, κεφάλωμα)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρούνωμα -τος, τό [κρουνός] bron; overdr.: κρούνωμα βρότειον bron van het sterfelijke leven Emped. B 6.3.

Russian (Dvoretsky)

κρούνωμα: ατος τό источник: δακρύων κ. Emped. = ὀφθαλμός.