λειψανοθήκη
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
Greek Monolingual
η
1. θήκη στην οποία γίνεται η εναπόθεση τών οστών μετά την ανακομιδή
2. μικρό κιβώτιο από πολύτιμο συνήθως μέταλλο, χρυσό ή άργυρο, διακοσμημένο με ανάγλυφες εικόνες, πολλές φορές ναού ή ευαγγελίου, μέσα στο οποίο φυλάσσονται ιερά λείψανα, τα οποία χρησιμοποιούνται για τον εγκαινιασμό και την καθαγίαση τών ναών και ιερών αντιμηνσίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λείψανο + θήκη (< τί-θη-μι), μολυβοθήκη.