λεπιδόλιθος

From LSJ
Revision as of 14:10, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source

Greek Monolingual

ο
(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό του βασικού καλίου και του λιθίου, που ανήκει στην ομάδα τών μαρμαρυγιών και αποτελεί το πιο διαδεδομένο ορυκτό του λιθίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lepidolite < lepido- (< λεπίς, -ίδος) + lite (< λίθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].