ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
Full diacritics: μελλάρχων | Medium diacritics: μελλάρχων | Low diacritics: μελλάρχων | Capitals: ΜΕΛΛΑΡΧΩΝ |
Transliteration A: mellárchōn | Transliteration B: mellarchōn | Transliteration C: mellarchon | Beta Code: mella/rxwn |
οντος, ὁ, ἄρχων-A designate, Müller-Bees Inschriften der jüdischen Katakombe Nos. 106, 136.
μελλάρχων, -οντος, ὁ (Α)
αυτός που πρόκειται να γίνει άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + ἄρχων (πρβλ. πρωτάρχων, φιλάρχων)].