μελεοπαθής
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ές, A having suffered wretchedly, A.Th.961 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 121] ές, Unglückliches erleidend, Aesch. Spt. 945.
Greek (Liddell-Scott)
μελεοπᾰθής: -ές, ὁ πολλὰ δυστηχήματα παθών, Αἰσχύλ. Θήβ. 964.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
infortuné.
Étymologie: μέλεος, πάθος.
Greek Monolingual
μελεοπαθής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει πολλές ατυχίες
2. συνεκδ. αυτός που από τις πολλές ατυχίες τις οποίες υφίσταται είναι δυστυχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + -παθής (< πάθος), πρβλ. ομοιο-παθής].
Greek Monotonic
μελεοπᾰθής: -ές (πάσχω), δυστυχισμένος από τις πολλές συμφορές, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μελεοπᾰθής: терпящий беду, страдающий Aesch.