χωροθεσία

From LSJ
Revision as of 12:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωροθεσία Medium diacritics: χωροθεσία Low diacritics: χωροθεσία Capitals: ΧΩΡΟΘΕΣΙΑ
Transliteration A: chōrothesía Transliteration B: chōrothesia Transliteration C: chorothesia Beta Code: xwroqesi/a

English (LSJ)

ἡ, A geographical situation, Ps.-Plu.Fluv.5.1.

German (Pape)

[Seite 1388] die Lage eines Landes, einer Gegend, Plut. de fluv. 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

χωροθεσία: ἡ, ἡ θέσις χώρας τινός, ἡ τοπογραφικὴ θέσις αὐτῆς, Πλούτ. 2. 1150C. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
situation géographique d'un pays.
Étymologie: χῶρος, θέσις.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
η θέση μιας χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + -θεσία (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. ορο-θεσία].

Russian (Dvoretsky)

χωροθεσία: ἡ (географическое) положение (τῶν κατεψυγμένων τόπων Plut.).