χωριανός
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. συγχωριανός, συντοπίτης
2. χωριάτης, χωρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωριό + κατάλ. -ανός (πρβλ. αδειανός, φαγανός)].