ἰσομήκης

From LSJ
Revision as of 19:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομήκης Medium diacritics: ἰσομήκης Low diacritics: ισομήκης Capitals: ΙΣΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: isomḗkēs Transliteration B: isomēkēs Transliteration C: isomikis Beta Code: i)somh/khs

English (LSJ)

ες, A equal in length, Arist.HA506b14; τῇ Ἀττικῇ Str.9.2.1; of numbers, having a common factor, Pl.R. 546c.

German (Pape)

[Seite 1265] ες, gleich lang; Plat. Rep. VIII, 546 c; Arist. H. A. 2, 16 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομήκης: -ες, ἴσος τὸ μῆκος, Πλάτ. Πολ. 546C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 14· τινὶ Στράβ. 400, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
égal en longueur, de même longueur.
Étymologie: ἴσος, μῆκος.

Greek Monolingual

-όμηκες (Α ἰσομήκης, -όμηκες)
ίσος με άλλον κατά το μήκοςἰσομήκης πως τῇ Ἀττικῇ», Στράβ.)
αρχ.
(για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ιδιομήκης, στενομήκης].

Greek Monotonic

ἰσομήκης: -ες (μῆκος), ίσος στο μήκος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσομήκης: имеющий одинаковую длину Plat., Arst.

Middle Liddell

ἰσο-μήκης, ες μῆκος
equal in length, Plat.