ὠτοθλαδίας
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ου, ὁ, = ὠτοκάταξις, D.L.5.67.
Greek (Liddell-Scott)
ὠτοθλᾰδίας: -ου, ὁ, ὠτοκάταξις, Διογέν. Λαέρτ. 5. 67.
Greek Monolingual
και ὠτοκλαδίας, ὁ, Α
ὠτοκάταξις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + θλαδίας (< θλῶ «συντρίβω, τσακίζω»), ενώ ο τ. ὠτο-κλαδίας από το ρ. κλῶ «σπάω» (πρβλ. κλάδος)].
Russian (Dvoretsky)
ὠτοθλᾰδίᾱς: ου ὁ θλάω кулачный боец со сплюснутыми (от получения ударов) ушами Diog. L.