ευθαλής

From LSJ
Revision as of 06:45, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306

Greek Monolingual

(I)
-ές (ΑΜ εὐθαλής, -ές)
αυτός που έχει πλούσια βλάστηση, ανάπτυξη, ο θαλερός (α. «τοῖς εὐθαλέσι τῶν δένδρων», Πλούτ.
β. «εβλάστησεν η κόρη... και ευθαλής», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθαλές
η θαλερότητα («τὸ εὐθαλὲς τῆς ψυχῆς», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. αμφιθαλής].
(II)
εὐθαλής, -ές (Α)
(δωρ. τ.) εὐθηλής
ακμαίος, ανθηρός, άφθονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρησιμοποιείται αντί του ευθηλής και εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα θαλ- ή θηλ- του θ. θαλ- (πρβλ. εριθηλής, ευθηλής, νεοθηλής)].