θεουργός

From LSJ
Revision as of 13:35, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " as Adj." to " as adjective")

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεουργός Medium diacritics: θεουργός Low diacritics: θεουργός Capitals: ΘΕΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: theourgós Transliteration B: theourgos Transliteration C: theourgos Beta Code: qeourgo/s

English (LSJ)

ὁ, A divine worker, of the δημιουργός, Dam.Pr.341. II performer of sacramental rites, Jul.Or.5.173a, Procl.in Alc.p.150C., Iamb. Myst.3.18. III as adjective, ἡ θ. ἐνέργεια ib.20.

German (Pape)

[Seite 1198] göttliche Werke, Opfer verrichtend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεουργός: -όν, ἐργαζόμενος τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ, σκεῦος θ., ἐπὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b. II. ὡς οὐσιαστ., ἱερεύς, Ἰάμβλ. Μυστ. 21, Πολυδ. Α΄, 14.

Greek Monolingual

-ό (AM θεουργός, -όν)
νεοελλ.
αυτός που με μαγικά τεχνάσματα κάνει υπερφυσικές πράξεις
μσν.-αρχ.
αυτός που κάνει θεία έργα («ἡ θεουργός ἐνέργεια»)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο θεουργός
ο ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -εργος (< έργον), πρβλ. αγαθοεργός, συνεργός].