κτήνος

From LSJ
Revision as of 20:05, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

και χτήνος, το (AM κτῆνος, Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν)
ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῦς ἢ ἄλλο τι κτῆνος τὸ πῡρ διαπεφευγός», Ξεν.
β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν ἐς πανδοχεῑον», ΚΔ)
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) υβριστ. άνθρωπος χωρίς κανένα ευγενές κίνητρο, βάναυσος, αγροίκος, σκληρός, κακοήθης, απάνθρωπος
μσν.-αρχ.
συν. στον πληθ. τὰ κτήνη, -εα
αγέλες, κοπάδια ζώων («κτήνεά τε γὰρ τά θύσιμα πάντα τρισχίλια ἔθυσε», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτη- (πρβλ. -κτή-θην παθ. αόρ. του κτῶμαι) + επίθημα -νος (πρβλ. δάνος, τέμενος)].