ἰσοπραξία

From LSJ
Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοπραξία Medium diacritics: ἰσοπραξία Low diacritics: ισοπραξία Capitals: ΙΣΟΠΡΑΞΙΑ
Transliteration A: isopraxía Transliteration B: isopraxia Transliteration C: isopraksia Beta Code: i)sopraci/a

English (LSJ)

ἡ, a faring equally, like condition, Eust.662.35.

German (Pape)

[Seite 1266] ἡ, gleiches Befinden, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοπραξία: ἡ, ὁμοία κατάστασις, τὸ εὑρίσκεσθαι εἰς ὁμοίαν κατάστασιν, «διὰ τὴν ὁμοιότητα καὶ τὴν ἰσοπραξίαν τῶν ἔτι μαχομένων καὶ τὴν τοῦ τέλους ἀδηλίαν» Εὐστ. 662. 35.

Greek Monolingual

ἰσοπραξία, ἡ (Μ)
ίση, όμοια θέση ή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πραξία (< πράξις), πρβλ. δικαιοπραξία, ευπραξία].