θεοτόκος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ἡ, A mother of God, of the Virgin, Cod.Just.1.1.5.1, Just.Nov.3.1, SIG910B (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1198] Gott gebärend, Maria; θεότοκος, von Gott geboren, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θεοτόκος: -ον, ἡ τεκοῦσα τὸν θεόν, ἐπὶ τῆς Παρθένου, Ἐκκλ.
Spanish
Greek Monolingual
η (AM θεοτόκος)
(για την Παναγία) αυτή που γέννησε τον θεό, η μητέρα του θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -τόκος (< τόκος), πρβλ. αρρενοτόκος, θηλυτόκος.