ὑποσκευάζω
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
repair, dub. l. in PTeb.5.74 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσκευάζω: παρασκευάζω ὑποκάτω ἢ κρυφίως, ἤδη διὰ βάθους ἐν ταῖς ῥίζαις ὑποσκευασθέντος τοῦ σπέρματος Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 1063D.
Greek Monolingual
Α
παρασκευάζω κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σκευάζω «ετοιμάζω, εφοδιάζω» (< σκεῦος), πρβλ. κατασκευάζω.