μύδησις
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
εως, ἡ, A dampness, clamminess, Aret.CD1.4; especially of the eyelids, purulent blepharitis, αἱ ἐν ὀφθαλμοῖς μ. τῶν βλεφάρων Dsc. 1.7, cf. Gal.14.770; also, μυδήσεις οὔλων, prob. pyorrhoea, Dsc.1.24. II putrefaction, Diog.Oen.16.
German (Pape)
[Seite 213] ἡ, das Durchnässen, Verderbniß durch Nässe, Fäulniß, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
μύδησις: ἡ, (μῠδάω) τὸ μυδᾶν, Διοσκ. 1. 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
moisissure, pourriture.
Étymologie: μυδάω.
Greek Monolingual
μύδησις, ἡ (Α) μυδώ
1. υγρασία
2. πυώδης βλεφαρίτιδα
3. σάπισμα, σήψη.
Russian (Dvoretsky)
μύδησις: εως ἡ разложение, гниение (σῆψις καὶ μ. Plut.).