ἐρωτίς

From LSJ
Revision as of 15:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρωτίς Medium diacritics: ἐρωτίς Low diacritics: ερωτίς Capitals: ΕΡΩΤΙΣ
Transliteration A: erōtís Transliteration B: erōtis Transliteration C: erotis Beta Code: e)rwti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A loved one, darling, Theoc.4.59. II as adjective, ἐρωτίδες νῆσοι islands of love, AP7.628 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1041] ίδος, ἡ, die Geliebte, das Liebchen, oder Liebesgöttinn, Theocr. 4, 59; – αἱ ἐρωτίδες νῆσοι, Liebesinseln, Crinag. 46 (VII, 628).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
amante, maîtresse.
Étymologie: ἔρως.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωτίς: -ίδος, ἡ, ἠγαπημένη, ἐρωμένη, Θεόκρ. 4. 59.
ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Ἐρωτίδες νῆσοι, νῆσοι τοῦ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 7. 628.

Greek Monolingual

ἐρωτίς, ἡ (Α) έρως
1. η αγαπημένη, η ερωμένη
2. ως επίθ. αυτή που ανήκει στον έρωτα («ἐρωτίδες νῆσοι» — νησιά του έρωτα).

Greek Monotonic

ἐρωτίς: -ίδος, ἡ (ἔρως),·
I. ερωμένη, αγαπημένη, σε Θεόκρ.
II. ως επίθ., ερωτικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρωτίς: ίδος ἡ милая, любимая Theocr.

Middle Liddell

ἔρως
I. a loved one, darling, Theocr.
II. as adj., of love, Anth.