κορίδιον

From LSJ
Revision as of 16:45, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορίδιον Medium diacritics: κορίδιον Low diacritics: κορίδιον Capitals: ΚΟΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: korídion Transliteration B: koridion Transliteration C: koridion Beta Code: kori/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of κόρη, GDI1699,al. (Delph.), IG9(1).384 (Naupactus); censured by Poll.2.17, but allowed by Phryn.56. II perhaps for κόρι, = κορίαννον, Pap.in Philol.80.341.

Greek (Liddell-Scott)

κορίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόρη, Ἐπιγραφ. Δελφ. 29, Πολυδ. Β΄, 17, Φρύν. 73.

Greek Monolingual

κορίδιον, τὸ (Α)
1. κοριτσάκι
2. πιθ. το φυτό κορίανδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κόρη, ενώ με τη σημ 2. < κόρι ή < κόριον (ΙΙ). Και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζει την υποκορ. κατάλ. -ίδ-ιον (πρβλ. μαχαιρίδιον, χοιρίδιον)].

German (Pape)

τό, dim. von κόρη, Mägdlein, von Poll. 2.17 als schlecht verworfen.