ψιά

From LSJ
Revision as of 15:50, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q. v." to "q.v.")

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῐά Medium diacritics: ψιά Low diacritics: ψια Capitals: ΨΙΑ
Transliteration A: psiá Transliteration B: psia Transliteration C: psia Beta Code: yia/

English (LSJ)

ἡ, A = χαρά, γελοίασμα, παίγνια, Hsch: hence ψῐάζω, Dor. ψιάδδω, play, sport, τοὶ δὴ παρ' Εὐρώταν ψιάδδοντι Ar.Lys.1302 (lyr.); ψιάδδειν· παίζειν, Hsch. (Prob. shortened forms of ἑψία, ἑψιάομαι, qq.v.)

German (Pape)

[Seite 1398] ἡ, auch ψειά, eigtl. jedes kleine Theilchen, Stückchen, Körnchen, Bröckchen, gew. Steinchen, abgeriebener, geglätteter Kiesel, bes. zum Spiel für Kinder; dah. Spiel, Scherz, Vergnügen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ψιά: ἡ, «ψιά· χαρά, γελοίασμα, παίγνια» Ἡσύχ.· - ὅθεν ψιάζω, Δωρ. ψιάδδω, παίζω, τοὶ δή παρ’ Εὐρώταν ψιάδδοντι Ἀριστοφ. Λυσ. 1302· «ψιάδδειν· παίζειν» Ἡσύχ. (Πιθανῶς ταῦτα ἦσαν βραχύτεροι τύποι τῶν λέξεων ἐψία, ἐψιάομαι, ἃς ἴδε).

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χαρά, γελοίασμα, παίγνια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τον τ. ἑψία «διασκέδαση, ψυχαγωγία», με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος].