φιλοφόρμιγξ

From LSJ
Revision as of 16:37, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοφόρμιγξ Medium diacritics: φιλοφόρμιγξ Low diacritics: φιλοφόρμιγξ Capitals: ΦΙΛΟΦΟΡΜΙΓΞ
Transliteration A: philophórminx Transliteration B: philophorminx Transliteration C: filoformigks Beta Code: filofo/rmigc

English (LSJ)

ιγγος, ὁ, ἡ, loving, i. e. accompanying, the lyre, of song, A.Supp.697 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1288] ιγγος, die Leier liebend, sie gewöhnlich begleitend, φήμα, Aesch. Suppl. 678.

Russian (Dvoretsky)

φιλοφόρμιγξ: ιγγος adj. сочетающийся с игрой на форминге, сопутствующий форминге (φάμα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοφόρμιγξ: ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὴν φόρμιγγα, δηλ. συνοδεύων αὐτήν, ἐκ στομάτων φερέσθω φάμα φ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 696.

Greek Monolingual

-ιγγος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που του αρέσει να συνοδεύει τον ήχο της φόρμιγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + φόρμιγξ, -ιγγος (πρβλ. ἀναξι-φόρμιγξ, χρυσο-φόρμιγξ)].