ἀμέριστος

From LSJ
Revision as of 16:40, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέριστος Medium diacritics: ἀμέριστος Low diacritics: αμέριστος Capitals: ΑΜΕΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: améristos Transliteration B: ameristos Transliteration C: ameristos Beta Code: a)me/ristos

English (LSJ)

ον,
A undivided, indivisible, Pl.Tht.205c, Ti.35a, Dam. ap. Simp.in Ph.625.4, Procl.Theol.Plat.1.4: Comp., Id.Inst.62. Adv. ἀμερίστως = indivisibly Iamb.Myst.1.9, Jul.Or.4.157a, Syrian.in Metaph.107.6.
II Astrol., in act. sense, not imparting, ἀστέρες ἀ. τῶν ἰδίων ἀγαθῶν Vett.Val.64.3.

German (Pape)

[Seite 122] ungetheilt, οὐσία Plat. Tim. 35 a; adv.; Plut.; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέριστος: -ον, ἀδιαίρετος, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ διαιρεθῇ, ἄτομος, Πλάτ. Θεαίτ. 205C, Τίμ. 35Α, Ἀριστ., κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως Ἰάμβλ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non partagé.
Étymologie: , μερίζω.

Spanish (DGE)

-ον
I no dividido, entero θυσίαι sacrificios de víctimas enteras, holocaustos Ph.1.184
fig. ἀγαπᾶτε ἐν ἀμερίστῳ καρδίᾳ amad con todo el corazón Ign.Tr.13.2.
II 1fil. indivisible, simple gener. de abstractos οὐσία Pl.Ti.35a, cf. 37a, Plu.2.1022e, 1025b, Ptol.Iudic.16.10, (τὸ ἄπειρον) ἀμέριστον ἄρα καὶ ἀδιαίρετον Arist.Metaph.1066b17, ὁμόνοια IG 5(2).268.34 (Mantinea I a.C.), τὸ διανοητικόν Ptol.Iudic.21.6, φύσις Dam. en Simp.in Ph.625.4, (ἡ φύσις) τῶν ἀμερίστων μεριστά προτείνει (la naturaleza) en vez de seres indivisibles nos presenta seres divisibles Procl.Theol.Plat.1.21.11, ἔκ τε τᾶς ἀμερίστω μορφᾶς καὶ τᾶς μεριστᾶς οὐσίας Ti.Locr.95e, καίτοι δύναμιν ἄπειρον ἔχοντες καὶ ἀμέριστον καὶ ἀπερίληπτον aun teniendo (los dioses) un poder ilimitado, indivisible, inaprensible Iambl.Myst.1.9, πνεῦμα Synes.Hymn.4.21, cf. tb. Poll.4.176, Procl.Inst.62
de la sílaba κατὰ τὸν νῦν λόγον μία τις ἰδέα ἀμέριστος συλλαβὴ ἂν εἴη según este razonamiento la sílaba sería una forma única e indivisible Pl.Tht.205c, cf. d.
2 ret. sencillo, simple τῷ Ἀττικῷ σχήματι κέχρηται, τῷ καλουμένῳ ἀμερίστῳ· ἀμέριστον δέ ἐστιν ... usa la figura ática, la llamada sencilla, y es sencilla (porque emplea μέν sin la contrapartida del δέ) Olymp.in Grg.14.16, cf. tb. Sch.Pl.Grg.465d.
III 1que no divide una herencia δύο ἀδελφοὶ ... ἀμέριστοι τὴν ὑπόστασιν Ephr.Syr.3.XXVE
astrol. que no reparte, que no dispensa c. gen. ἀμέριστοι τῶν ἰδίων Vett.Val.64.3.
2 que no distingue, que no hace distingos ἀλλὰ γὰρ ἔτι τῶν ἀδιαιρέτων καὶ ἀμερίστων λόγων ἐπικρατούντων pero mientras nos dominen los razonamientos no analizados y que no distinguen Ph.1.517, (ἀγάπη) ἀμέριστός ἐστιν ἐν πᾶσιν, ἀδιάκριτος, κοινωνική (la caridad) nunca hace distingos, es indiscriminada, comunitaria Clem.Al.Strom.2.18.87.
IV adv. ἀμερίστως = indivisiblemente, sin partes Iul.Or.11.157a, (φῶς) ἀμερίστως τε πάρεστι πᾶσι (la luz) se presenta indivisiblemente a todos Iambl.Myst.1.9, cf. Origenes Cels.8.4, Syrian.in Metaph.107.6, Synes.Hymn.9.80.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμέριστος, -ον) μερίζω
αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη, αδιαίρετος, αμοίραστος
νεοελλ.
ακέραιος, ολόκληρος, απεριόριστος
«έχεις αμέριστη την αγάπη μου», «το ενδιαφέρον μου είναι αμέριστο».

Russian (Dvoretsky)

ἀμέριστος: неделимый (οὐσία Plat., Arst., Plut., Sext.).