περιαναγκάζω
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
force round, Hp.Art.62, Gal.18(1).336:—hence substantive περιανάγκασις, εως, ἡ, Apollon.Cit.3.
German (Pape)
[Seite 568] herumzwängen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
περιᾰναγκάζω: ἀναγκάζω πανταχόθεν, τοὺς δ’ αὖ δακτύλους ἀθρόους... ἐς τὸ εἴσω μέρος ἐγκλίνειν καὶ περιαναγκάζειν οὕτως Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827, Γαλην. τ. 18, μέρ. β΄, σ. 336, 12.
Greek Monolingual
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-αναγκάζω rondom druk uitoefenen op, met acc.