τρύγγας
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
ὁ, v.l. for πύγαργος, Arist.HA593b5.
German (Pape)
[Seite 1155] ὁ, ein Vogel, Arist. H. A. 8, 3, zw.
Greek (Liddell-Scott)
τρύγγας: ὁ, διάφορ. γραφ. ἀντὶ πύγαργος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 13.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
είδος ζώου, ο πύγαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρείται ως δ. ή εσφ. τ. του πύγαργος.
(II)
ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τών γενών tringa και xenus της οικογένειας σκολοπακίδες.
Russian (Dvoretsky)
τρύγγας: ὁ тринг (вид неизвестного нам животного, v.l. к πύγαργος) Arst.