φιλοικοδόμος
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
ον, fond of building, X.Oec.20.29, Arist.EN 1175a34.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοικοδόμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ οἰκοδομῇ, Ξεν. Οἰκ. 20. 29, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime à bâtir des maisons.
Étymologie: φίλος, οἰκοδομέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που του αρέσει να χτίζει οικοδομήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + οἰκοδόμος.
Greek Monotonic
φῐλοικοδόμος: -ον, αυτός που αγαπά την οικοδόμηση, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
φιλοικοδόμος: v.l. φιλοικόδομος 2 любящий домостроительство Xen., Arst., Plut.