μεταβουλία
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ἡ, f.l. for μεταιβολία in Simon.37.17.
German (Pape)
[Seite 145] ἡ, Aenderung des Entschlusses, Willensänderung, v.l. für ματαιοβουλία.
Greek (Liddell-Scott)
μεταβουλία: ἡμαρτ. γρα. ἀντὶ μεταιβολία, ὃ ἴδε.