στέρημα

From LSJ
Revision as of 10:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέρημα Medium diacritics: στέρημα Low diacritics: στέρημα Capitals: ΣΤΕΡΗΜΑ
Transliteration A: stérēma Transliteration B: sterēma Transliteration C: sterima Beta Code: ste/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is taken away, ναὸς σ. f.l. (variously emended) in S.Fr.241.
II = στέρησις, Ps.-Callisth.2.43.

German (Pape)

[Seite 937] τό, das Geraubte; Soph. fr. 227; M. Ant. 12, 24.

Greek (Liddell-Scott)

στέρημα: τό, (στερέω) τὸ ἀφαιρούμενον, ἀποστερούμενον, νοὸς στ., ἡμαρτημ. γραφ. πιθαν. ἀντὶ τέρεμνα, Σοφ. Ἀποσπ. 226. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Καλλισθένους.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ στερώ
1. καθετί που στερείται κανείς
2. στέρηση
αρχ.
καθετί που αφαιρείται ή αρπάζεται από κάποιον.